- προὐξένησε
- προεξένησε , πρό , ἐκ-νέωswimaor ind act 3rd sgπροεξένησε , πρό , ἐκ-νέω 2spinaor ind act 3rd sgπροεξένησε , πρό , ἐκ-νέω 3heapaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προυξένησε — προεξένησε , πρό , ἐκ νέω swim aor ind act 3rd sg προεξένησε , πρό , ἐκ νέω 2 spin aor ind act 3rd sg προεξένησε , πρό , ἐκ νέω 3 heap aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… … Dictionary of Greek